- ξενοπρεπής
- -ές (ΑΜ ξενοπρεπής, -ές)1. αυτός που αρμόζει σε ξένους2. παράδοξος, ασυνήθιστος.επίρρ...ξενοπρεπώς (Α ξενοπρεπῶς)με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δουλο-πρεπής, ιερο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.